Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η ισημερινή του τομή έχει διάμετρο τουλάχιστον 40 mm. Ο λαιμός του είναι στενός, λεπτός και κλειστός. | Der Durchmesser der Zwiebel beträgt in Höhe ihres größten waagerechten Umfangs (Äquators) wenigstens 40 mm. Der Hals der Zwiebel ist schmal, dünn und geschlossen. Übersetzung bestätigt |
Χρησιμοποιεί την εξαπάτηση σε διεθνές επίπεδο, επιχειρώντας να οικοδομήσει χερσαίο τερματικό σταθμό φυσικού αερίου στο Žavlje (Ακουιλίνια) στον κόλπο της Τεργέστης, που είναι ήδη εξαιρετικά στενός. | Es praktiziert eine allgemeine Verschleierung der Tatsachen, um einen Küstenterminal in Žavlje (Aquilinia) im Golf von Triest zu bauen, der jetzt schon extrem schmal ist. Übersetzung bestätigt |
Αυτό το τζάκι είναι στενός, να είμαστε σίγουροι? αλλά νομίζω ότι μπορώ να κλωτσήσει λίγο! " | Ich würde nicht in Bills Ort für ein gutes Geschäft sein: dieser Kamin ist schmal, um sicher zu sein; aber ich denke, ich kann einen kleinen Tritt! " Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
στενός -ή -ό [stenós] : 1α. που έχει πολύ μικρό πλάτος. ANT φαρδύς, πλατύς: στενός -ή -ό διάδρομος / σωλήνας. Στενή πόρτα / είσοδος. Στενό κρεβάτι / παράθυρο. Στενή γυναίκα, που έχει στενή λεκάνη. || (πρβ. στενό): στενός -ή -ό δρόμος / πορθμός. Στενό πέρασμα. Στενή διάβαση. || (ιδ. για ρούχο) που είναι στενό γενικά ή σχετικά μ΄ αυτόν που το φορά: Στενή φούστα. Στενό παπούτσι / μανίκι / μπατζάκι / πέτο / πουκάμισο / σακάκι. στενός -ή -ό γιακάς. Mου είναι / έρχεται κτ. στενό, φορώντας το διαπιστώνω ότι δεν είναι στα μέτρα μου. ΦΡ (μου έγινε) στενός -ή -ό κορσές*. β. που έχει σχετικά μικρή έκταση. ANT πλατύς, ευρύς: στενός -ή -ό χώρος / τόπος. Στενό δωμάτιο / διαμέρισμα / σπίτι. Kράτος με πολύ στενά όρια. Στενή εκλογική περιφέρεια. || που είναι περιορισμένος χρονικά, λίγος, μικρός: Στενά χρονικά περιθώρια. γ. για σύνολο ιδίως προσώπων, ολιγάριθμος: Γίνεται κτ. σε στενό κύκλο συγγενών / φίλων / συνεργατών. 2. (μτφ.) α. (ιδ. για αφηρ. έννοια) που δεν καλύπτει ολόκληρο το πλάτος της. ANT πλατύς, ευρύς: Xρησιμοποιώ μια λέξη με τη στενή της σημασία / έναν όρο με τη στενή του έννοια. || (για νοητική λειτουργία) που περιορίζεται από προκαταλήψεις, προλήψεις κτλ., που δε χαρακτηρίζεται από ευρύτητα: Άνθρωπος με στενές αντιλήψεις / στενό μυαλό. β. που δεν αφήνει κανένα περιθώριο κινήσεων, ανεξαρτησίας, ελευθερίας: Στενή παρακολούθηση / πολιορκία / επικοινωνία. Στενό μαρκάρισμα* και ως ΦΡ. γ. που είναι άρρηκτα δεμένος, συνδεδεμένος με δεσμούς συγγενικούς, φιλικούς κτλ.: στενός -ή -ό συγγενής / φίλος / συνεργάτης. Στενή συγγένεια / φιλία / συνεργασία. στενός -ή -ό δεσμός. Στενή σχέση. δ. που δημιουργεί δυσκολία, που αντιμετωπίζεται δύσκολα: Στενή οικονομική κατάσταση. (έκφρ.) τα βρίσκω στενά, συναντώ δυσκολίες.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.